Ο Κινηματογράφος στη Λάρνακα
Με την έναρξη του 20ου αιώνα, το 1902, αρχίζουν δειλά-δειλά να οργανώνονται κινηματογραφικές παραστάσεις στο Καφενείο του Καραβιώτη από τον «Θίασο Ποικιλιών» με τους Α.Σταμπούλη και Λ.Καρακασλή στο θέατρον ΑΠΟΛΛΩΝ του Ξενοφώντα Αντωνιάδη. Αργότερα, το 1913, ο επιχειρηματίας Μ.Κυπριανού λειτουργεί τον κινηματογράφο «Αστέρ Πατέ» και ακολούθησε ο κινηματογράφος «Γκωμόν» που λειτουργούσε στο καφενείο του Ζαχαρία Παπαδοπούλου. Είναι γνωστός ο πόλεμος μεταξύ των κινηματογράφων «Αστερ Πατέ» και «Γκωμόν» στην προσπάθεια τους να προσελκύσουν το κοινό. Οι ντελάληδές τους συχνά ανάγγελλαν πρωτότυπες ανακαλύψεις όπως «την κινηματογραφίαν άνευ οθόνης, τον κινούμενον τοίχον» και άλλα. Τελικά επεκράτησε ο κινηματογράφος «Αστερ Πατέ».
Την προβολή των βωβών ταινιών συνόδευαν στο πιάνο ο Thomas, και άλλα μικρά μουσικά συγκροτήματα με τους Γιασεμίδη, Σωτήρη Παρπέρη, Κ.Παπού, Βιρτζινί και Β.Γενοβκιάν.
Σημειώνουμε ότι τις παραστάσεις κινηματογράφου συχνά εμπλούτιζαν η προβολή επικαίρων, όπως τις μάχες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, παραστάσεις καραγκιόζη και μουσικά διαλείμματα με μικρές ορχήστρες.
Ακολούθησε η λειτουργία των κινηματογράφων χειμερινό ΑΤΤΙΚΟΝ, ΟΘΕΛΛΟΣ, REX, θερινό ΑΤΤΙΚΟΝ, ΜΑΓΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ, ΠΑΛΛΑΣ.
ΤΑ ΘΕΡΙΝΑ ΣΙΝΕΜΑ
Μιλώντας για τα θερινά σινεμά, το μυαλό μας φέρνει εικόνες ρομαντικές και μυρωμένες νύχτες, όπου το θέμα της ταινίας έσμιγε με τ’ άστρα τ’ ουρανού και τις μυρωδιές των φυτών και λουλουδιών στον περίγυρο. Δεν ήταν όμως τόσο ρομαντικά όσο νομίζουμε.
Το δάπεδο ήταν χωμάτινο. Έτσι, από νωρίς το απόγευμα, το ράντιζαν με το λάστιχο ή το τενεκεδένιο ραντιστήρι. Βρέχονταν φυσικά και τα ξύλινα καθίσματα με το τονένο κάθισμα. Πότιζαν και τα φυτά γύρω γύρω ( κατιφέδες, γεράνια, ζήνιες, γιασεμιά, βασιλικούς ) και βεβαίως τις καναβουριές και τα χασκάσια ( φυτά όπιου), που τότε δεν ήταν απαγορευμένα.
Στο βάθος ήταν η μεγάλη οθόνη, στην αρχή τετράγωνη και μετά, με την εισαγωγή των ταινιών σινεμασκόπ, ορθογώνιες. Ήταν γύψινες ( ψάθα, γύψος και ασβέστης) και είχαν πογιατισμένο μαύρο πλαίσιο. Αργότερα αντικαταστάθησαν με κτισμένες από τούβλο και επαλειμμένες με γύψο οθόνες, και πολύ αργότερα, για λόγους και οικονομίας και τεχνικούς, με χοντρό πανι, στηριγμένο σε σωλήνες.
Οι προβολές άρχιζαν μεταξύ 7.30 και 8.00 το βράδυ. Η εισόδος άνοιγε πιο νωρίς, αφού είχαν ήδη μαζευτεί έξω οι διάφοροι μικροπωλητές με τα λουξ πετρελαίου. Μεταξύ άλλων πουλούσαν φρεσκοκαθαρισμένα φυστίκια και πασατέμπο που τα καβούρδιζαν σε λαμαρίνες πάνω από φωτιά με ξύλα-κάρβουνα. Εξω από μερικούς κινηματογράφους υπήρχε σχεδόν πάντα ένα σουβλατζίδικο, σε παραδιπλανό μαγαζί ή σε αμαξάκι.
Πριν την προβολή της ταινίας, συνήθως πρόβαλλαν ενημερωτική ταινία για τα παγκόσμια νέα ( ΕΠΙΚΑΙΡΑ ή Journal ), τα οποία , πολλές φορές, τα έδειχναν για αρκετές μέρες, μέχρι να παραλάβουν νέα ταινία. Στα διαλείμματα πρόβαλλαν και διαφημίσεις, τα γνωστά τζαμάκια, που ήταν κομμάτι γυαλιού πάνω στο οποίο σχεδίζαν ή έγραφαν τι ήθελαν να διαφημίσουν. Διαφήμιζαν ακόμη και την ταινία της επόμενης βδομάδας, προβάλλοντας σκηνές. Μερικοί κινηματογράφοι έβαζαν στην αρχή μικρού μήκους ταινές με κινούμανα σχέδια, συνήθως με πρωταγωνιστή το Μικυ Μαους.
Στα διαλείμματα υπήρχαν πάντα οι πωλητές αναψυχτικών που περιφέρονταν ανάμεσα στους διαδρόμους των καθισμάτων και διαλαλούσαν τα ποτα. Οι εταιρίες αναψυκτικών, για δικη τους διαφήμιση, τους είχαν κατασκευάσει ειδικές κάσες που τις κρέμμαζαν από το λαιμό για ευκολία. Ζητούσες το αναψυκτικό που ήθελες, κι αφού το πληρωνες, ο πωλητής άνοιγε το μπουκάλι με το ειδικό ανοιχτήρι κι άκουγες το δροσερό ήχο του αερίου που έβρισκε διέξοδο.
Τα πρώτα αναψυκτικά που πουλούσαν ήταν οι πολύχρωμες γαζόζες. Αργότερα προστέθηκαν η Κοκα-Κόλα, η ΚΕΑΝ και μετά η ΚΕΟΒΙΤΑ, αναψυκτικό που γινόταν από σταφύλι.
Μέχρι να ξεκινήσει η δεύτερη πράξη έβαζαν δίσκους με τραγούδια ελληνικά.
Κάπως έτσι γίνονταν οι παραστάσεις στους θερινούς κινηματογράφους όλων των πόλεων. Στη Λάρνακα οι θερινοί κινηματογράφοι ήταν το ΑΤΤΙΚΟΝ, ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ, ο ΜΑΓΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ που έγινε μετά το ΡΕΞ, του ΜΑΚΡΙΔΗ μετέπειτα ΝΤΙΑΝΑ , το ΠΑΛΛΑΣ ( που ήταν δίπλα από το χειμερινο ΠΑΛΛΑΣ).
ΛΟΥΗΣ ΠΕΡΕΝΤΟΣ