ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΙΕΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ
H καταπίεση από τους Τούρκους της Ελληνοκυπριακής κοινότητας κατά την Τουρκοκρατία δεν άφηνε πολλά περιθώρια για εκπαίδευση. Οι πρωταρχικές ανάγκες των Ελλήνων ήταν η οριακή επιβίωση που οι φόροι έκαναν δυσβάσταχτη. Η μόρφωση ερχόταν σε δεύτερη μοίρα και ο κλήρος που θα μπορούσε να διαδραματίσει το ρόλο του σε τέτοιες συνθήκες αδυνατούσε να το πράξει.
Κατά καιρούς έγιναν προσπάθειες οι οποίες έπεσαν στο κενό. ‘…Το 1853 ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849-1854) Κύριλλος Α’, μετά από εισήγηση του Γενικού Πρόξενου της Ρωσίας στη Βηρυτό Βασίλειεφ, αποφάσισε να ιδρύσει Ιερατική Σχολή……Δυστυχώς η προσπάθεια αυτή δεν είχε συνέχεια αφού ο μεν Τυπάλδος
( Θεολογική Σχολή Χάλκης) απάντησε ότι αδυνατούσε να βρει κατάλληλο ιεροδιδάσκαλο, ο δε Σαμουήλ ( Κύπριος Μητροπολίτης πρώην Μεσημβρίας) αρνήθηκε τη σχετική πρόταση, επικαλούμενος το προχωρημένο της ηλικίας του’[1].
Με τον ερχομό των Άγγλων αναπτερώνονται οι ελπίδες για βελτίωση της κατάστασης και οι Κύπριοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την ύπαρξη στην Ελλάδα Ιερατικών σχολών. Έτσι, ‘…Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 ο νεοεκλεγείς Ηγούμενος Κύκκου (1890-1911) Γεράσιμος, έστειλε δύο νεαρούς Κυκκώτες μοναχούς για σπουδές στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, ώστε ‘να χρησιμεύσωσιν ως διδάσκαλοι της μελετωμένης ‘Ιερατικής Σχολής’. Δυστυχώς και η προσπάθειά του ναυάγησε , αφού αμφότεροι , για διάφορους λόγους δεν ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους’[2].
Η διαμάχη για τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο που ξέσπασε τα χρόνια εκείνα είχα προκαλέσει αρκετούς τριγμούς στην ήδη ταλαιπωρημένη κοινωνία. Ο κλήρος και ο λαός είχε χωριστεί σε οπαδούς των δυο υποψηφίων για το θρόνο. Κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την εκ νέου αποτυχία σε απόπειρα για αποστολή σπουδαστών στις Ιερατικές Σχολές της Ελλάδος. ‘…Στο 1907 τρεις νεαροί θεολόγοι οι Ιεροδιάκονος Φιλάρετος Κουρίτης (-1916), Ιωάννης Παπαπορφυρίου (1874-1945) και Χαρίλαος Παπαιωάννου (1881-1954) , πρότειναν με υπόμνημα τους στην κολοβωμένη και υπό αμφισβήτηση για την υπόστασή της Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου, τη λειτουργία Ιερατικής Σχολής…..Και η προσπάθεια αυτή, όμως, ναυάγησε, λόγω των δύσκολων συνθηκών, που επικρατούσαν την περίοδο αυτή στην Κυπριακή Εκκλησία, εξαιτίας της διαμάχης των αντίπαλων παρατάξεων, που είχαν συσπειρωθεί γύρω από τους δύο υποψήφιους για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο Μητροπολίτες Κιτίου Κύριλλο Παπαδόπουλο (1845-1916) και Κυρηνείας Κύριλλο Βασιλείου (1859-1933) ’[3].
Σημειώνουμε ότι υπήρξε συνεχής αντιπαλότητα μεταξύ των Ιεραρχών για την πόλη που θα ήταν η έδρα της Ιερατικής Σχολής. Το 1910, όμως, όταν λήφθηκε η σχετική απόφαση από τον Ιερά σύνοδο, η δραστηριότητα των Λαρνακέων ξεπέρασε εκείνη των Λευκωσιατών. ‘…Το 1910 η Ιερά Σύνοδος επελήφθη του ζητήματος της εκπαίδευσης του κλήρου και αποφάσισε της ίδρυση Ιερατικής Σχολής στην περιοχή του ναού της Αγίας Παρασκευής….. Ο μόνος, όμως από τους Αρχιερείς που δραστηριοποιήθηκε στο θέμα των εράνων ήταν ο Μητροπολίτης Κιτίου ( 1910-1918) Μελέτιος Μεταξάκης (1871-1935) …’ ‘ Τελικά η ίδρυση του Ιεροδιδασκαλείου, εξαιτίας διαφόρων λόγων , που σχετίζονταν με την ακαταλληλότητα του προτεινόμενου χώρου και την εξεύρεση των απαραίτητων οικονομικών μέσων, οδηγείτο σε ναυάγιο. Τότε ο Μεταξάκης κινητοποίησε, στα μέσα Ιουνίου, 1910, τους κατοίκους της Λάρνακας, που υπέβαλαν αίτηση στην Ιερά Σύνοδο με την παράκληση να χρησιμοποιηθεί ως έδρα του Ιεροδιδασκαλίου η Μονή Αγίου Γεωργίου του Κοντού, όπου υπήρχαν τα αναγκαία κτήρια.’ [4] ‘ Κατά Μάρτιον 1910, εις συνεδρίαν Ιεράς Συνόδου, απεφασίσθη ίδρυσις τοιούτου ( Ιεροδιδασκαλείου) εις περίβολον Αγίας Παρασκευής, Λ/σίας, με δαπάνην £1000. Μετά τινας μήνας η Σχολή ελειτούργη, εν Λάρνακι όμως, πρωτοβουλία Κιτίου Μεταξάκη, στεγασθείσα εις δωμάτια Μονής αγ. Γεωργίου Κοντού’.[5]
Έτσι η Λάρνακα θα αποκτούσε τη μοναδική στο είδος της Σχολή στην Κύπρο , που έμελλε να δώσει τους δικούς της καρπούς, καλύπτοντας ένα μεγάλο μέρος των αναγκών σε εκπαιδευμένους κληρικούς. Τα εγκαίνια της Σχολής έγιναν σε ατμόσφαιρα πανηγυρική. ‘ Στις 3 Οκτωβρίου 1910, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του ‘Ιεροδιδασκαλείου Λάρνακος’, όπως ονομάστηκε,…παρισταμένων του Έλληνα προξένου, του δημάρχου της πόλης και άλλων επισήμων’[6]
Στην ομιλία του κατά την τελετή των εγκαινίων ο Μητροπολίτης Κιτίου ανέλυσεν επί μακρόν τις ανάγκες της ύπαρξης της Σχολής και στους σκοπούς της. Μεταξύ άλλων είπε
‘Ουχί σπανίως υψώνεται φωνή διαμαρτυρίας κατά της εκκλησίας ως μη εκστρατευούσης κατά τούτου ή εκείνου του κακού υπό του οποίου μαστίζεται η κοινωνία μας ή και το έθνος ολόκληρον. Τοιαύτη όμως διαμαρτυρία δεν είναι δικαία. Αντί αυτής έπρεπε να αυτοκατακρινώμεθα πάντες κλήρος τε και λαός επί το ότι δεν έχομεν εκκλησιαστικόν οργανικόν σώμα δυνάμενον να παραταχθεί μετ’ ελπίδων νίκης εν οιωνδήποτε υπέρ του αγαθού σπουδαίω αγώνι’.[7]
Η λειτουργία της Σχολής είχε πολλά οικονομικά προβλήματα και άλλα, αλλά η ανακούφιση της εκκλησίας και οι ελπίδες της για ένα καλύτερα μορφωμένο κλήρο ήταν έντονες. Στηριζόταν σε συνδρομές ιδιωτών και κυρίως των μονών Κύκκου και Μαχαιρά, των Μητροπόλεων Κιτίου και Πάφου, των ναών της περιφέρειας Κιτίου, των πολιτών, και στα δίδακτρα των μαθητών.
Με προσπάθειες του Μελετίου Μεταξάκη και το 1915 εξασφαλίστησαν πόροι για τη βελτίωση της λειτουργίας της Σχολής. ‘ Η ελληνική κυβέρνηση με επιστολή ….. του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης,… εξέφρασε την πρόθεσή της να αναγνωρίσει το Ιεροδιδασκαλείο, ως ισότιμο με τις αντίστοιχες Ιερατικές Σχολές της Ελλάδας.
‘…Το Δεκέμβριο του 1915 η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε την έναρξη επιχορήγησης της λειτουργίας του με το ποσό των 4000 δραχμών ετησίως.
..Το 1919 η ελληνική κυβέρνηση …με βασιλικό διάταγμα αναγνώρισε το Ιεροδιδασκαλείο ως ‘ισότιμο με τη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή’.[8]
‘ Εις τας άνω χρηματικάς εισφοράς υπέρ του Ιεροδιδασκαλείου προσθέτομεν και την εις κτήμα ακίνητον δωρεάν του εκ Μαζωτού κ.Ιάκωβου Δ. Ιακωβίδου. Τα κτήματα ευρίσκονται εις την περιφέρειαν Καλαβασού, ..Ο δωρητής υπολογίζει την ενεστώσαν αξίαν των κτημάτων εις 40 έως 50 λίρας’[9]
Το 1914 ο Μεταξάκης αγόρασε για μεταστέγαση του Ιεροδιδασκαλείου , έναντι του ποσού των 600 λιρών, την οικία του πρώην διοικητή Λάρνακας Κλωντ Ντελαβάλ Κόπαμ, εκεί που αργότερα στεγάστηκε η Διανέλλειος Επαγγελματική Σχολή, με χρήματα που έδωσε η Μονή Βατοπεδίου, του Αγίου Όρους, όπου στεγάστηκε η Σχολή από το 1915 ως τη χρονιά που έκλεισε (1932)’.[10]
Τα μαθήματα που διδάσκονταν ήταν τα θρησκευτικά, παιδαγωγικά και φιλοσοφικά, γεωγραφία, ελληνικά, ιστορία, φυσικά, μαθηματικά, γεωπονικά και τεχνικά, δηλαδή βυζαντική μουσική, καλλιγραφία, ιχνογραφία, χειροτεχνία, ζωγραφικά και γυμναστική.
Πολλοί και αξιόλογοι καθηγητές δίδαξαν στο Ιεροδιδασκαλείο, και συνέβαλαν στη δημιουργία αξιοσημείωτης πνευματικής κίνησης.
Ο πρώτος διευθυντής ήταν ο Ιεροδιάκονος Αρσένιος Δηληγιάννης, της Θεολογικής Σχολής Ιεροσολύμων. Μετά από αυτόν δίδαξε ο Ιουβενάλιος και ο Γεώργιος .Ματσάκης (1881-1959) , ως επίσης οι Μητροπολίτες Κιτίου Μεταξάκης και Νικόδημος Μυλωνάς (1889-1937), ο νυν Πάφου Λεόντιος (1896-1947) , ο αρχιμ. Μακάριος Μαχαιριώτης (1885-1941) , ο Ιωάννης Συκουτρής (1901-1937) και άλλοι.
Τον Μάρτη του 1917, μετά από αίτημα του Μεταξάκη, η Ιερά Σύνοδος ανέλαβε την εποπτεία του Ιεροδιδασκαλείου, μετονομάζοντας την σε Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο.
Την ίδια χρονιά, στον λόγο του κατά την επιδόσεως των πτυχίων, ο Αρχιεπίσκοπος τόνισε.[11] ‘Δια την αναγκαιότητα και χρησιμότητα του ιδρύματος τούτου υπήρξαν εν αρχή δισταγμοί τινες. Οι την ιδέαν ταύτην έχοντες δεν απέβλεψαν εις το όλον έργον και τον σκοπόν του ιδρύματος τούτου. Ενομίσθη οτι αι προσκληθησόμεναι ενταύθα γνώσεις ηδύναντο να επιτευχθώσιν εν εκπαιδευτικώ τμήματι παρά το υπάρχον ανώτερον παρ’ ημίν Εκπαιδευτήριον.’
Καθόλη τη διάρκεια της λειτουργίας του το Ιεροδιδασκαλείο αντιμετώπισε σωρείαν προβλημάτων και έντονη κριτική και αμφισβήτηση. Κατά καιρούς εμφανίζονταν φωνές ανάμεσα στο λαό και τον Τύπο που αμφέβαλλαν τη σημασία του. ‘..Το Ιεροδιδασκαλείο αντιμετώπισε και την εχθρότητα προυχόντων και ισχυρών λαϊκών παραγόντων για το λόγο ότι ανήκε στην εκκλησία και, επομένως , ξέφευγε από τη δική τους δικαιοδοσία, αντίθετα με ότι συνέβαινε με το Παγκύπριο Διδασκαλείο της Λευκωσίας, που αποτελούσε τμήμα του Παγκυπρίου Γυμνασίου’ [12].‘Το Ιεροδιδασκαλείο δέχθηκε από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του σκληρή κριτική και αμφισβήτηση…..Εκτός από τον Κύριλλο Β’(1845-1916) , το Ιεροδιδασκαλείο αντιμετώπισε την πολεμική του ανεψιού του, Μητροπολίτη Κυρηνείας (1917-1947) Μακαρίου Μυριανθέα………’
‘Το Ιεροδιδασκαλείο αντιμετώπισε, επίσης την απαξίωση μερίδας του Τύπου, που συστηματικά υπέσκαπτε το έργο του..’
‘ Το Ιεροδιδασκαλείο αντιμετώπισε ακόμη τη δυσαρέσκεια μερίδας των κατοίκων της Λάρνακας, που θεωρούσαν ότι έπρεπε να κλείσει, και οι δαπάνες λειτουργίας του να αξιοποιούνται χάριν της τοπικής εκπαίδευσης.[13]
Η μεγάλη αμφισβήτηση και ο προβληματισμός ήταν κατά πόσον ο Ιεροδιδασκαλείο εκπληρούσε τους σκοπούς που ιδρύθηκε, δηλαδή να δημιουργήσει μια στρατιά μορφωμένων κληρικών που θα βοηθούσαν το λαό να βγει από τον αναλφαβητισμό. Για λόγους βιοποριστικούς, οι περισσότεροι απόφοιτοι προτιμούσαν να διοριστούν σαν δασκάλοι παρά να ιερωθούν. ‘…Το πρόβλημα εργοδότησης ανάμεσα στους διδασκάλους, που είχε δημιουργηθεί με την παράλληλη λειτουργία του Παγκύπριου Διδασκαλείου και το Ιεροδιδασκαλείου αναγνώρισε πάντως και η Ιερά Σύνοδος……’
‘ Είναι γεγονός ότι μόνο ένας μικρός αριθμός αποφοίτων του Ιεροδιδασκαλείου προσχώρησε τελικά στον κλήρο, με τους υπόλοιπους να προτιμούν το διδασκαλικό τομέα..’[14]
Ο 1927 η Ελληνική Κυβέρνηση , σα πλαίσια γενικότερης οικονομικής περισυλλογής, αποφάσισε να τερματίσει τη χορηγία της στη Σχολή. Μετά την εξέλιξη αυτή, τέθηκε το θέμα της βιωσιμότητας της Σχολής σε συνεδρία της Ιεράς Συνόδου, η οποία απέφυγα να πάρει σχετική απόφαση. Λίγο αργότερα, η αποικιοκρατική κυβέρνηση εξάγγειλε την πρόθεσή της να αναστείλει τη λειτουργία των Διδασκαλίων και το 1929 οι δάσκαλοι γίνονταν κυβερνητικοί υπάλληλοι. ‘ Στο τέλη του σχολικού έτους 1931-1932, η αποικιοκρατική κυβέρνηση απέστειλε την αναγνώριση του διπλώματός του και τερμάτισε την οικονομική υποστήριξη της προς αυτό…’.[15]
Η τελευταία χρόνια που λειτούργησε το Ιεροδιδασκαλείο ήταν το 1932, οπότε διέκοψε και τη λειτουργία του.
ΛΟΥΗΣ ΠΕΡΕΝΤΟΣ
[1] Κωστής Κοκκινόφτας, Το Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο, Επιστημονική Επετηρίς της Κυπριακής Εταιρίας Ιστορικών Σπουδών ,Τόμος Θ’, Λευκωσία 2010,σελ.105
[2] Κ.Κ. σελ.105-106
[3] Κ.Κ.σελ.106
[4] Κ.Κ. σελ. 107
Ν.Γ.Κυριαζής , Κοινωνική Δράσις της Πόλεως Σκάλα-Λάρνακα 1947, σελ.42.
[6] Κ.Κ. σελ.109
[7] Εκκλησιαστικός Κήρυξ, ΕΤΟΣ Β’ 1912, Λόγος του Μητροπολίτου στις εξετάσεις στις 29/9/1911 ΣΕΛ.339
[8] Κ.Κ. σελ.110-112
[9] ΕΚ..ΚΥΡ.Ετος Γ’,1913, ΣΕΛ.365
[10] Φοίβος Σταυρίδης , Περιοδ. Λάρνακα 1993, σελ. 13
[11] ΕΚ.ΚΥΡ. Ετος Ζ’, 1917, σελ.389, Λόγος της Α.Μ. Αρχιεπισκόπου εις την τελετήν επιδόσεως των πτυχίων του Ιεροδιδασκαλείου
[12] Ιερομ.Σοφρώνιος Μιχαηλίδης, , Ιστορία τηε Εκκλησίας της Λεμεσού, 2002 σελ 354
[13] Κ.Κοκκινόφτας, Το Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο, Επιστημονική Επετηρίς της Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών, Τομ.Θ’, σελ.119,127-128,131
[14] (Κ.Κ. σελ.133, 135).
[15] Κ.Κ. σελ.142