ΤΣΙΚΝΟΠΟΥΛΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ (1897-1972)
Ο Ιωάννης Τσικνόπουλλος γεννήθηκε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Δίδαξε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου. Στη συνέχεια δίδαξε στην Αλεξάνδρεια και την Τάντα της Αιγύπτου. Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο δίδαξε στο Παγκύπριο Λύκειο Λάρνακας και στη Μόρφου.
Ήταν λόγιος, ερευνητής και συγγραφέας. Οι μελέτες του γύρω από την κυπριακήν ιστορία, γραμματολογία, αγιολογία και μοναστηρολογία ήταν σημαντικές. Εξέδωσε και δημοσίευσε πολλές μελέτες. Ιδιαίτερα έγραψε σημαντικά κείμενα για τον Άγιο Νεόφυτο.
Οι μαθητές και οι καθηγητές του Παγκύπριου Λυκείου Λάρνακας τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα. Στις εκδομές του Λυκείου πρωτοστατούσε επεξηγώντας συνήθως την ιστορία των τόπων και χώρων όπου πήγαιναν. Ο μ.Ανδρέας Γεωργιάδης τον αναφέρει συχνά στα βιογραφικά του σημειώματα. Παραθέτουμε πιο κάτω μια περιγραφή.
«Τα προσκλητήρια του γάμου μας είχε αναλάβει να μας τα κάνει το τυπογραφείον Αχιλλέα Ζαβαλλή, επειδή είμασταν συγγενείς…. Έτσι, όταν ήταν έτοιμα τα προσκλητήρια, πήγα για να τα πάρω. Ήταν πολύ ωραία για την εποχήν εκείνη. Ευχαρίστησα τον Αχιλλέα και πριν φύγω μου λέει. «Έλα να δεις κάτι» όχι κάποιον! Πήγαμε και σε ένα μικρό τραπέζι καθόταν σκυφτό ένα γεροντάκι και απορροφημένο έγραφε. Παραξενεύτηκα. Ξαφνικά μου λέει ο Αχιλλέας μέσα στην απορία μου. «Μίλησέ του. Είναι ο κος Τσικνόπουλλος, ο πρώην καθηγητής σου. Τώρα γράφει την βιογραφία του Αποστόλου Ανδρέα. Όταν τα τυπώσουμε, θα σου δώσω ένα βιβλίο και εσένα».
Πλησίασα, και με τρεμάμενη φωνή, γιατί συγκινήθηκα πάρα πολύ για τη μεγάλην αλλαγή που έβλεπα στην όλη εμφάνισή του, του λέω. «Καλημέρα κύριε Τσικνόπουλλε, πώς είσαι; Εύχομαι να είσαι καλά».
Σηκώθηκε, μου πήρε το χέρι μου και το έσφιξε γιατί του το είχα προτείνει, με κοίταξε πολύ εντατικά και με μεγάλη μου έκπληξη το ακούω να μου λέγει. «Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, παιδί μου, μετά από τόσο καιρό. Σε ανεγνώρισα. Είσαι ο Ανδρέας Γεωργιάδης. Ένας από τους καλούς και πολύ φρόνιμους μαθητές μου στο Παγκύπριον Λύκειο Λάρνακος. Μου έδωσες μεγάλη χαρά, γιατί όλοι με έχουν ξεχάσει πια».
Τον αποχαιρέτησα πολύ συγκινημένος και για το ότι με αναγνώρισε αλλά πιο πολύ για τα τελευταία πονεμένα του λόγια. Τον έσφιξα στην αγκαλιά μου και του φίλησα το χέρι του. Του άξιζε πολύ, πολύ. Στον γυρισμό μου αναπόλησα όλην εκείνη την περίοδο που τον είχαμε καθηγητή μας, και μου ήλθαν δάκρυα στα μάτια από την συγκίνηση μου και την κατάντια που τον έβλεπα. Ο Θεός αναπαύση τη ψυχή του».
ΛΟΥΗΣ ΠΕΡΕΝΤΟΣ
(ΠΗΓΕΣ
ΑΡΧΕΙΟ ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΚΥΠΡΙΩΝ 1800-1920, Αριστείδη Λ.Κουδουνάρη.
Φωτογραφίες από το αρχείο της Νόρμας Αραβή και του Ανδρέα Γεωργιάδη)